ηθάς

ηθάς
ἠθάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α) [ήθος]
1. (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο συνηθισμένος σε ένα πράγμα, γνώστης, εξοικειωμένος με κάτι («ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων», Σοφ.)
2. (απολ.) συνήθης, οικείος («τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι... εὐπιθέστεροι», Ευρ.)
3. (για ζώα) εξημερωμένος, ήμερος («ὄρνιθες ἠθάδες» — πτηνά κατοικίδια, όρνιθες, Αριστοφ.)
4. (για πράγματα) συνηθισμένος («ἠθὰς νίκη»)
5. (σπαν. ως ουδ. στη γεν. και δοτ. πληθ.) ἠθάδων ή ἠθᾱσι
τα παλαιά, τα συνηθισμένα («τὰ καινά γ' ἐκ τῶν ἠθάδων ἠδίον' ἐστί» — τα καινούργια είναι, βέβαια, πιο ευχάριστα από τα παλιά, Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἠθάς — accustomed to masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθάδα — ἠθάς accustomed to masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθάδας — ἠθάς accustomed to masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθάδες — ἠθάς accustomed to masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθάδι — ἠθάς accustomed to masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθάδος — ἠθάς accustomed to masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθάδων — ἠθάς accustomed to masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθάσι — ἠθάς accustomed to masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθάσιν — ἠθάς accustomed to masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθάδ' — ἠθάδα , ἠθάς accustomed to masc/fem acc sg ἠθάδι , ἠθάς accustomed to masc/fem dat sg ἠθάδε , ἠθάς accustomed to masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”